αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
ἀλγῶ (-έω) (Α)
1. αισθάνομαι άλγος, σωματικό πόνο
2. είμαι ασθενής, υποφέρω
3. αισθάνομαι ψυχικό πόνο, θλίβομαι, λυπάμαι
4. (το παθ. με μέσ. σημ.) πάσχω, πονώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄλγος.
ΠΑΡ. ἀλγηδών αρχ. ἄλγημα, ἄλγησις.