αλευροσκόρπης

From LSJ
Revision as of 23:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ού)
άσωτος, σπάταλος, σκορπαλευράς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεύρι + σκορπώ].