αληθινός
From LSJ
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀληθινός, -ή, -όν)
1. ο σύμφωνος με την αλήθεια, αψευδής, ακριβής, πραγματικός
2. (για πρόσωπα ή αφηρημένες έννοιες) φιλαλήθης, ειλικρινής, ανυστερόβουλος, αξιόπιστος
3. (για πρόσωπα) ευθύς, σωστός, αρμοστός
4. (για πράγματα) πραγματικός, γνήσιος
5. επίρρ. αληθινώς (Ν και αληθινά)
α) πράγματι, στ' αλήθεια
β) ειλικρινά, ανυστερόβουλα