αλαφραίνω

From LSJ
Revision as of 23:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

(και αλαφραίνω και αλαφρύνω)
1. κάνω κάτι ελαφρό μειώνοντας το βάρος ή ανακουφίζω κάποιον από το βάρος
2. ανακουφίζω κάποιον από θλίψη, κόπους, δαπάνες κ.λπ.
3. (για ασθένεια ή πυρετό) γίνομαι ηπιότερος
4. συμπεριφέρομαι με ελαφρότητα, ανόητα
5. θεωρούμαι από τους άλλους ελαφρός, ανόητος ή μειωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μτγν. ελαφρύνω].