ακόνι

From LSJ
Revision as of 23:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

το
η ακόνη παροιμ. «τα χωρατά είναι ακόνι του καβγά», πολλές φορές τα αστεία καταλήγουν σε καβγά
«βγάζει ή τρώει απ' τ' ακόνια», εργάζεται έντιμα και αποδοτικά
«έχει γλώσσα ακόνι» (βλ. ακόνη).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μσν. ἀκόνιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. ἀκόνη βλ. λ..
ΣΥΝΘ. ακονοζούμι, ακονόλιθος, ακονόπετρα].