αλλούθε

From LSJ
Revision as of 23:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698

Greek Monolingual

επίρρ.
1. (κίνηση από τόπο) από αλλού, από άλλο τόπο
2. (σπανιότερα κίνηση προς τόπο) σε άλλο τόπο, σε άλλο μέρος
3. από άλλο πρόσωπο, άλλη πηγή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλλού + επιρρ. κατάλ. -θε (< αρχ. -θεν)].