αλλούθε

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source

Greek Monolingual

επίρρ.
1. (κίνηση από τόπο) από αλλού, από άλλο τόπο
2. (σπανιότερα κίνηση προς τόπο) σε άλλο τόπο, σε άλλο μέρος
3. από άλλο πρόσωπο, άλλη πηγή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλλού + επιρρ. κατάλ. -θε (< αρχ. -θεν)].