αλληλοδαρμός

From LSJ
Revision as of 23:17, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90

Greek Monolingual

ο
το να δέρνει ο ένας τον άλλο, ο αμοιβαίος ξυλοδαρμός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλληλο- + δαρμός (< δέρω «δέρνω»)].