αλληλοδαρμός

From LSJ

μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέωcherish great anticipations, form great projects

Source

Greek Monolingual

ο
το να δέρνει ο ένας τον άλλο, ο αμοιβαίος ξυλοδαρμός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλληλο- + δαρμός (< δέρω «δέρνω»)].