αλογοσέρνω

From LSJ
Revision as of 23:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen

Source

Greek Monolingual

1. σέρνω κάποιον δεμένο στην ουρά αλόγου, ώστε να σκοτωθεί
2. σέρνω κάποιον επάνω στο έδαφος, όπως το άλογο τον καβαλάρη του που έπεσε
3. οδηγώ άλογο σε φοράδα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλογο + σέρνω].