τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen
1. σέρνω κάποιον δεμένο στην ουρά αλόγου, ώστε να σκοτωθεί2. σέρνω κάποιον επάνω στο έδαφος, όπως το άλογο τον καβαλάρη του που έπεσε3. οδηγώ άλογο σε φοράδα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλογο + σέρνω].