αλογοσέρνω

From LSJ

φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft

Source

Greek Monolingual

1. σέρνω κάποιον δεμένο στην ουρά αλόγου, ώστε να σκοτωθεί
2. σέρνω κάποιον επάνω στο έδαφος, όπως το άλογο τον καβαλάρη του που έπεσε
3. οδηγώ άλογο σε φοράδα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλογο + σέρνω].