ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
ἁμαρτωλή, η (Α)η αμαρτία.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁμαρτάνω.ΠΑΡ. ἁμαρτωλόςαρχ.ἁμαρτωλία.