αλωνίστρα

From LSJ
Revision as of 23:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

Greek Monolingual

η
1. αγρός, μέσα στον οποίο βρίσκεται αλώνι
2. χώρος μέσα στο αλώνι, όπου συγκεντρώνονται τα άχυρα από το αλώνισμα
3. χώρος γύρω από το αλώνι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλωνίζω + παραγ. κατάλ. -τρα].