Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
η (Μ ἀμμούδα)
αμμουδερός τόπος, αμμουδιά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεγεθυντικό του ουσ. ἀμμούδι που απαντά μόνο ως τοπωνύμιο.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμμοδούρα, αμμουδιά].