αμμούδα

From LSJ
Revision as of 23:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502

Greek Monolingual

η (Μ ἀμμούδα)
αμμουδερός τόπος, αμμουδιά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεγεθυντικό του ουσ. ἀμμούδι που απαντά μόνο ως τοπωνύμιο.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμμοδούρα, αμμουδιά].