αμμόχρυσος

From LSJ
Revision as of 23:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source

Greek Monolingual

ἀμμόχρυσος, ο (Α)
όρος, τον οποίο πρώτος χρησιμοποίησε ο Πλίνιος, για να χαρακτηρίσει κατά πάσαν πιθανότητα κάποια κιτρινωπή χρυσίζουσα ποικιλία μαρμαρυγίας. Ο Agricola και ο Boetius de Boot μιλούν επίσης για αμμόχρυσο. Από τότε δεν αναφέρεται πουθενά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμμος + χρυσός.