αμορόζος

From LSJ
Revision as of 23:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

-α, -ο
εραστής, αγαπητικός (για το θηλ. βλ. και αμορόζα).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ιταλ. amoroso «ερωμένος, εραστής».
ΠΑΡ. νεοελλ. αμορόζικος].