αμορόζος
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
-α, -ο
εραστής, αγαπητικός (για το θηλ. βλ. και αμορόζα).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ιταλ. amoroso «ερωμένος, εραστής».
ΠΑΡ. νεοελλ. αμορόζικος].