αμφιμάχομαι
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
Greek Monolingual
ἀμφιμάχομαι (Α)
1. επιτίθεμαι με δριμύτητα, πολιορκώ
2. μάχομαι για την υπεράσπιση ή απόκτηση ενός πράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + μάχομαι.