Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht
(Α ἀμαυρῶ -όω)
αφαιρώ τη λάμψη, την αίγλη, τη δόξα, κηλιδώνω, σπιλώνω
αρχ.
1. κάνω κάτι σκοτεινό, αμυδρό, ασαφές
2. εξασθενίζω, αμβλύνω, ελαττώνω, μειώνω, εξαλείφω
3. καταστρέφω, εξαφανίζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επιθ. ἀμαυρός.
ΠΑΡ. αμαύρωμα, αμαύρωση, αμαυρωτικός].