αμβλυκέφαλος

From LSJ
Revision as of 23:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει αμβλεία την κεφαλή, δηλαδή πλατυσμένη την επάνω της επιφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμβλύς + -κέφαλος < κεφαλή.