ὑπερηφανεία
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
German (Pape)
[Seite 1196] ἡ, Übermuth, Hochmuth, auch ὑπερηφάνεια betont, s. Schäf. Schol. Par. Ap. Rh. 2, 373.
Greek Monolingual
η, Ν υπερηφανεύομαι
(με θετ. και αρνητική σημ.) περηφάνια.