ὑπερηφανεία
From LSJ
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
German (Pape)
[Seite 1196] ἡ, Übermuth, Hochmuth, auch ὑπερηφάνεια betont, s. Schäf. Schol. Par. Ap. Rh. 2, 373.
Greek Monolingual
η, Ν υπερηφανεύομαι
(με θετ. και αρνητική σημ.) περηφάνια.