διαυξάνω
From LSJ
Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living
English (LSJ)
A spread out, Aët.7.1.
Spanish (DGE)
• Morfología: [pres. part. fem. διαυξάνασα Aët.7.1]
extender, desarrollar ἡ γὰρ φύσις τὰ ἀπ' ἐγκεφάλου καταφερόμενα νεῦρα ἐπὶ τὰς χώρας τῶν ὀφθαλμῶν ... διαυξάνασα Aët.l.c.