δικάρηνος

From LSJ
Revision as of 00:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκάρηνος Medium diacritics: δικάρηνος Low diacritics: δικάρηνος Capitals: ΔΙΚΑΡΗΝΟΣ
Transliteration A: dikárēnos Transliteration B: dikarēnos Transliteration C: dikarinos Beta Code: dika/rhnos

English (LSJ)

Dor. -ᾱνος [κᾰ], ον, A two-headed, Batr.298, AP6.306 (Aristo).

Greek (Liddell-Scott)

δῐκάρηνος: -ον, δύο ἔχων κεφαλάς, δικέφαλος, Βατραχομ. 300, Ἀνθ. Π.6.306.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux têtes.
Étymologie: δίς, κάρηνον.

Spanish (DGE)

(δῐκάρηνος) -ον

• Alolema(s): dór. δικάρᾱνος AP 6.306 (Aristo)

• Prosodia: [-ᾰ-]
de dos cabezas, bicéfalo ὄφις Nonn.D.5.154, Παρνησσός Nonn.D.13.131, cf. Batr.298, AP l.c.

Greek Monolingual

δικάρηνος, -ον (Α)
ο δικέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δις) + κάρηνα «κεφάλια»].

Greek Monotonic

δῐκάρηνος: -ον, αυτός που έχει δύο κεφάλια (δίς, κάρηνον), δικέφαλος, σε Βατραχομ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δικάρηνος: (ᾰ), дор. δικάρᾱνος 2 двуглавый (καρκίνοι Batr.; ἁλότριψ Anth.).

Middle Liddell

δῐ-κάρηνος, ον adj
two-headed, (δίς, κάρηνον) Batr., Anth.