διχόμην
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ηνος, ὁ, ἡ, A = διχόμηνος, σελήνη Arat.78, cf.737.
German (Pape)
[Seite 646] ηνος, im dat. und acc. für διχόμηνος, Arat. 78. S. Lob. parall. 171.
Greek (Liddell-Scott)
δῐχόμην: ηνος, ὁ, ἡ, = διχόμηνος, Ἄρατ. 78, 736.
Spanish (DGE)
(δῐχόμην) -ηνος
que divide el mes en dos δ. σελήνη luna llena, plenilunio Arat.78, 471
•subst. ἡ δ. la mitad del mes lunar, e.e., plenilunio διχόμηνα δὲ παντὶ προσώπῳ la mitad del mes (la indica) con su rostro lleno (la luna), Arat.737.