δρακείς
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
δρακῆναι, δράκον, A v. δέρκομαι:—but δράκεν· ἐνεργεῖ, πράσσει, is prob. f. l. for δέδρακεν, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
δρᾰκείς: δρακῆναι, δράκον, ἴδε ἐν λ. δέρκομαι.
French (Bailly abrégé)
εῖσα, έν;
v. δέρκομαι.
Spanish (DGE)
v. δέρκομαι.
Russian (Dvoretsky)
δρᾰκείς: Pind. part. aor. 2 pass. к δέρκομαι.