δυστροπία

From LSJ
Revision as of 01:19, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶνseeing that there would be none to hinder him

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυστροπία Medium diacritics: δυστροπία Low diacritics: δυστροπία Capitals: ΔΥΣΤΡΟΠΙΑ
Transliteration A: dystropía Transliteration B: dystropia Transliteration C: dystropia Beta Code: dustropi/a

English (LSJ)

ἡ, A peevishness, Poll.5.119, Jul.Mis.365b, Alex.Trall.7.9.

German (Pape)

[Seite 689] ἡ, Hartnächigkeit, Poll. 5, 119 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυστροπία: ἡ, κακότροπος γνώμη, Πολυδ. Ε΄, 119.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 de pers. mal carácter, carácter difícil Poll.3.132, 5.119, Iul.Mis.365c, Physiog.2.226.10
plu. comportamientos adustos, agresividad Hsch.s.u. σχετλιασμοί.
2 de pers. mala inclinación, tendencia al mal, maldad ὃν διὰ πολλὴν δυστροπίαν ... ἔρριψεν ὁ ἴδιος δεσπότης Pall.H.Laus.19.1, τῆς ἐνούσης αὐτῷ δυστροπίας Cyr.Al.Luc.2.22, κατὰ μηχανήν τινα καὶ δυστροπίαν PMasp.295.1.4 (biz.), cf. Pall.V.Chrys.16.41, Ast.Am.Hom.10.2.2, Chrys.M.58.769, Tz.H.3.384.
3 de la enfermedad condición difícil o problemática, índole maligna τῶν νοσημάτων Seuer.Clyst.p.14, cf. Alex.Trall.2.319.16, Aët.16.61.

Greek Monolingual

και δυστροπιά, η (AM δυστροπία)
η ιδιότητα του δύστροπου, ιδιοτροπία, στρυφνότητα του χαρακτήρα
νεοελλ.
απροθυμία, αποφυγή.