εὐεπίτευκτος

From LSJ
Revision as of 01:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεπίτευκτος Medium diacritics: εὐεπίτευκτος Low diacritics: ευεπίτευκτος Capitals: ΕΥΕΠΙΤΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: euepíteuktos Transliteration B: euepiteuktos Transliteration C: evepitefktos Beta Code: eu)epi/teuktos

English (LSJ)

ον, A easily hitting the mark, successful, περί, πρός, εἴς τι, Vett.Val.39.20,40.36, 45.10; ἐν μάχαις Malch. p.391 D.; opportune, βοήθημα Sever. Clyst.p.34D.

German (Pape)

[Seite 1065] glücklich treffend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐεπίτευκτος: -ον, εὐκόλως ἐπιτυγχάνων τοῦ σκοποῦ, ἐπιτυχής, ἐν μάχαις Ἀνών. παρὰ τῷ Σουΐδ.· πρόσφορος, Σευῆρος περὶ Κλυστήρ. σ. 34 Dretz.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐεπίτευκτος, -ον)
αυτός που επιτυγχάνεται εύκολα, ο κατορθωτός
αρχ.
1. αυτός που επιτυγχάνει εύκολα τον σκοπό του
2. ο πρόσφορος, ο κατάλληλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επι-τευκτός (< επι-τυγχάνω), πρβλ. αν-επί-τευκτος, δυσ-επίτευκτος].