εὐκύκλωτος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A well-rounded, Eub.56.4, Aristopho 14.
German (Pape)
[Seite 1077] dasselbe, Eubul. bei Ath. XI, 471 d, auch 472 c.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκύκλωτος: -ον, = τῷ προηγ. 1, Εὔβουλ. ἐν «Κυβευταῖς» 1, Ἀριστοφῶν ἐν «Φιλωνίδῃ» 1.
Greek Monolingual
εὐκύκλωτος, -ον (Α)
εύκυκλος, στρογγυλός.