θαυμασιότης
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
ητος, ἡ, A disposition to wonder, Hp.Morb.Sacr.1, Arist.Top.126b15. II marvellous nature or quality, ὅσα ἔχει -ότητά τινα Clearch.69. 2 as a title, ἡ σὴ θ. your Excellency, CIG 3467.10(Sardes, v A.D.).
German (Pape)
[Seite 1189] ητος, ἡ, Bewunderungswürdigkeit, Hippocr. – Verwunderung, Arist. Top. 4, 5 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
θαυμᾰσιότης: -ητος, ἡ, χαρακτήρ, ἰδιότης ἀξιοθαύμαστος, Ἱππ. 301. 15, Ἀριστ. Τοπ. 4. 5, 12. 2) κατὰ τοὺς χρόνους τῶν Βυζ. αὐτοκρατόρων ἦτο τίτλος, ἡ σὴ θ., ἡ ἐξοχότης σας, Συλλ. Ἐπιγρ. 3467. 10.
Russian (Dvoretsky)
θαυμᾰσιότης: ητος ἡ удивление, удивленность (ἡ ἔκπληξις ὑπερβολὴ θαυμασιότητός, sc. ἐστιν Arst.).