θαλαμεύω
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
English (LSJ)
A lead into the θάλαμος, i.e. take to wife, Hld.4.6:—Pass., of women, to be shut up, kept at home, Aristaenet.2.5; to be taken to wife, Ph.1.323.
German (Pape)
[Seite 1181] ins Brautgemach führen, heirathen, Heliod. 4, 6. – Med., von Frauen, in ihrem θάλαμος sein, in ihren Gemächern eingezogen leben, Aristaen. 2, 5 u. a. Sp.; auch von Thieren, in der Höhle leben, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰλᾰμεύω: ὁδηγῶ εἰς τὸν θάλαμον, δηλ. λαμβάνω ὡς σύζυγον, οὐ γάρ τις ἕτερος θαλαμεύσει Χαρίκλειαν Ἡλιόδ. 4. 6. ― Παθ., ἐπὶ γυναικῶν, τηροῦμαι κεκλεισμένη, φυλάττομαι ἐν τῇ οἰκία,, Ἀρισταίν. 2. 5· ἐπὶ σαυρῶν, ζῶ ἐντὸς τῆς φωλεᾶς μου, Συνέσ. 16D.
Greek Monolingual
θαλαμεύω (AM) θάλαμος
μσν.
ασπάζομαι, υιοθετώ («τήν Ρωμαϊκήν ἐλευθερίαν θαλαμεύων», Θεοφύλ. Σ.)
αρχ.
1. φέρνω στον νυφικό θάλαμο, παίρνω ως σύζυγο
2. (για ζώο) κρύβομαι στη φωλιά μου
3. παθ. (για γυναίκες) θαλαμεύομαι
α) μένω κλεισμένη σε θάλαμο
β) νυμφεύομαι.