θρηνοποιός
From LSJ
ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting
English (LSJ)
A luctificus, Gloss.
Greek Monolingual
θρηνοποιός, -όν (Α)
πένθιμος, λυπητερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος + -ποιός < ποιώ (πρβλ. ζωο-ποιός, ταραχο-ποιός)].