θνητόψυχος

From LSJ
Revision as of 10:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θνητόψῡχος Medium diacritics: θνητόψυχος Low diacritics: θνητόψυχος Capitals: ΘΝΗΤΟΨΥΧΟΣ
Transliteration A: thnētópsychos Transliteration B: thnētopsychos Transliteration C: thnitopsychos Beta Code: qnhto/yuxos

English (LSJ)

ον, A maintaining the mortality of the soul, Tz.H.8.222.

German (Pape)

[Seite 1213] der die Seele für sterblich hält, Tzetz.

Greek (Liddell-Scott)

θνητόψυχος: -ον, ἀποδεχόμενος τὸ θνητὸν τῆς ψυχῆς, Ἐκκλ.· οἱ θνητοψυχῖται, αἱρετικοὶ ἀποδεχόμενοι τὸ δόγμα τοῦτο, αὐτόθι.

Greek Monolingual

θνητόψυχος, -ον (Μ)
αυτός που πιστεύει ότι η ψυχή είναι θνητή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θνητός + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. ά-ψυχος, έμ-ψυχος, πάμ-ψυχος].