Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
Full diacritics: κακωτής | Medium diacritics: κακωτής | Low diacritics: κακωτής | Capitals: ΚΑΚΩΤΗΣ |
Transliteration A: kakōtḗs | Transliteration B: kakōtēs | Transliteration C: kakotis | Beta Code: kakwth/s |
οῦ, ὁ, A one who ill-treats, oppressor, Ph.1.544, Ptol.Tetr.159; γυναικῶν Vett.Val.49.4.
κακωτής: -οῦ, ἄνθρωπος κακοποιός, βλαπτικός, Φίλων 1. 544.
κακωτής, ο θηλ. κακώτρια (AM) κακώ
κακοποιός, βλαπτικός.