καλαμοστασία

From LSJ
Revision as of 10:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλᾰμοστᾰσία Medium diacritics: καλαμοστασία Low diacritics: καλαμοστασία Capitals: ΚΑΛΑΜΟΣΤΑΣΙΑ
Transliteration A: kalamostasía Transliteration B: kalamostasia Transliteration C: kalamostasia Beta Code: kalamostasi/a

English (LSJ)

ἡ, A fixing of vine-poles, PGiss.56.12 (vi A.D.).

Greek Monolingual

καλαμοστασία, ἡ (Α)
πάπ. η τοποθέτηση καλάμινων υποστηριγμάτων στα κλήματα του αμπελιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -στασία (< -στατης < ἵστημι), πρβλ. ζυγο-στασία, ηλιο-στασία].