καλλιέρημα

From LSJ
Revision as of 10:33, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐέρημα Medium diacritics: καλλιέρημα Low diacritics: καλλιέρημα Capitals: ΚΑΛΛΙΕΡΗΜΑ
Transliteration A: kalliérēma Transliteration B: kallierēma Transliteration C: kallierima Beta Code: kallie/rhma

English (LSJ)

ατος, τό, A auspicious sacrifice, Hsch., EM487.14.

German (Pape)

[Seite 1309] τό, Opfer mit guter Vorbedeutung, θυσία εὐπρόσδεκτος VLL.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιέρημα: τό, εὐοίωνος θυσία, «θυσία εὐπρόσδεκτος» Ἡσύχ.· - προσέτι καλλιέρησις, εως, ἡ, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν, CIA. I. 55.

Greek Monolingual

καλλιέρημα, τὸ (AM) καλλιερώ
ευπρόσδεκτη θυσία.