καμήλειος

From LSJ
Revision as of 10:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμήλειος Medium diacritics: καμήλειος Low diacritics: καμήλειος Capitals: ΚΑΜΗΛΕΙΟΣ
Transliteration A: kamḗleios Transliteration B: kamēleios Transliteration C: kamileios Beta Code: kamh/leios

English (LSJ)

α, ον, A of a camel: καμήλεια (sc. κρέα) camel's flesh, Porph.Abst.1.14 fin., cf. Gal.8.183; κ. οὖρον PHolm. 15.18.

German (Pape)

[Seite 1316] vom Kameel, z. B. καμήλεια ἐσθίειν Porphyr.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμήλειος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς κάμηλον, «καμηλήσιος»· καμήλεια (δηλ. κρέα) ἐσθίειν Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ· 1. 14 ἐν τέλ..

Greek Monolingual

καμήλειος, -α, -ον (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καμήλα ή προέρχεται από αυτήν, καμηλήσιος («καμήλεια [ενν. κρέατα] ἐσθίειν», Πορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + κατάλ. -ειος (πρβλ. βουβάλ-ειος, δελφίν-ειος)].