καλαμοπώλης
From LSJ
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
English (LSJ)
ου, ὁ, A reedseller, PCair.Zen.398.5 (iii B.C.).
Greek Monolingual
καλαμοπώλης, ὁ (Α)
πάπ. πωλητής καλαμιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυο-πώλης, σιτο-πώλης.