καμπυλοσαλπιστής
From LSJ
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A horn-blower, = Lat. cornicen, Gloss.
Greek Monolingual
καμπυλοσαλπιστής, ὁ (Α)
(γλώσσα) αυτός που φυσά το κέρας, αυτός που παίζει τον φρύγιο αυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + σαλπιστής (< σαλπίζω)].