καλόβιος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A living decorously, Paul.Al.N.4.
German (Pape)
[Seite 1312] schön lebend, Sn.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰλόβιος: -ον, ὁ ζῶν εὐπρεπῶς, Παύλου Ἀλ. Ἀποτελ. 2.
Greek Monolingual
καλόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει ευπρεπώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -βιος (< βίος), πρβλ. βραχύ-βιος, μακρό-βιος].