καλόβιος

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλόβῐος Medium diacritics: καλόβιος Low diacritics: καλόβιος Capitals: ΚΑΛΟΒΙΟΣ
Transliteration A: kalóbios Transliteration B: kalobios Transliteration C: kalovios Beta Code: kalo/bios

English (LSJ)

καλόβιον, living decorously, Paul.Al.N.4.

German (Pape)

[Seite 1312] schön lebend, Sn.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλόβιος: -ον, ὁ ζῶν εὐπρεπῶς, Παύλου Ἀλ. Ἀποτελ. 2.

Greek Monolingual

καλόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει ευπρεπώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -βιος (< βίος), πρβλ. βραχύβιος, μακρόβιος].