κατακρίσιμος

From LSJ
Revision as of 10:56, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακρίσιμος Medium diacritics: κατακρίσιμος Low diacritics: κατακρίσιμος Capitals: ΚΑΤΑΚΡΙΣΙΜΟΣ
Transliteration A: katakrísimos Transliteration B: katakrisimos Transliteration C: katakrisimos Beta Code: katakri/simos

English (LSJ)

[κρῐ], ον, A condemned: κατακρίσιμοι convicts, Peripl.M.Rubr.59. II of a case, ready to be judged, Sammelb. 5230.18 (i A. D.).

German (Pape)

[Seite 1356] zu verdammen, verdammlich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατακρίσιμος: -ον, ὁ κατακεκριμένος, κατάδικος· ἡ χώρα ἀπὸ κατακρισίμων κατεργάζεται Ἀρρ. Περίπλ. σ. 33.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κατακρίσιμος, -ον) κατακρίνω
νεοελλ.
ο αξιοκατάκριτος, ο αξιόμεμπτος («κατακρίσιμη ενέργεια»)
αρχ.
ο καταδικασμένος.