κατανείφω

From LSJ
Revision as of 11:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατανείφω Medium diacritics: κατανείφω Low diacritics: κατανείφω Capitals: ΚΑΤΑΝΕΙΦΩ
Transliteration A: kataneíphō Transliteration B: kataneiphō Transliteration C: kataneifo Beta Code: katanei/fw

English (LSJ)

fut. -νείψω (v. infr.), A snow all over, cover with snow, κατένειψε Χιόνι τὴν Θρᾴκην [ὁ θεός], i.e. snow fell over all Thrace, Ar. Ach.138:—Pass., Plu.Luc.24: metaph., sprinkle as with snow, Luc. VH2.14; κατανείψων ἀπὸ γλώσσης ἅπαντας Id.Lex.15. II abs., κατανείφει it snows, κεἰ κριμνώδη κατανείφοι even were it to snow thick as meal, Ar.Nu.965.

French (Bailly abrégé)

c. κατανίφω.

Greek Monolingual

κατανείφω και κατανίφω (Α)
1. καλύπτω με χιόνι («εἰ μὴ κατενειψε χιόνι τήν Θρᾴκην», Αριστοφ.)
2. ρίχνω κάτι από ψηλά σαν χιόνι, πασπαλίζω («κατανίψων ἀπὸ γλώσσης ἅπαντάς», Λουκιαν.)
3. απρόσ. κατανείφει
χιονίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + νείφω «καλύπτω με χιόνι»].

Russian (Dvoretsky)

κατανείφω: Plut. v. l. = κατανίφω.