καταφλεξίπολις

From LSJ
Revision as of 11:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφλεξίπολις Medium diacritics: καταφλεξίπολις Low diacritics: καταφλεξίπολις Capitals: ΚΑΤΑΦΛΕΞΙΠΟΛΙΣ
Transliteration A: kataphlexípolis Transliteration B: kataphlexipolis Transliteration C: katafleksipolis Beta Code: katafleci/polis

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, ἡ, A inflamer of cities, of a courtesan, AP 5.1.

Greek Monolingual

καταφλεξίπολις, ό, ἡ (Α)
μτφ. (για εταίρα) αυτή που κατακαίει τις πόλεις («καταφλεξίπολιν Σθενελαΐδα, τὴν βαρύμισθον», Ανθ.Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ., του τύπου τερ-ψίμβροτος < θ. καταφλεξ- (πρβλ. κατα-φλέξ-ω, μέλλ. του καταφλέγω) + -πολις, , (< πόλις), πρβλ. σωσί-πολις, ταραξί-πολις].

Russian (Dvoretsky)

καταφλεξίπολις: ιος adj. f (ξῐ) поджигательница городов, зажигающая города (любовью) (sc. ἑταίρα Anth.).