καταφλεξίπολις

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφλεξίπολις Medium diacritics: καταφλεξίπολις Low diacritics: καταφλεξίπολις Capitals: ΚΑΤΑΦΛΕΞΙΠΟΛΙΣ
Transliteration A: kataphlexípolis Transliteration B: kataphlexipolis Transliteration C: katafleksipolis Beta Code: katafleci/polis

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, ἡ, inflamer of cities, of a courtesan, AP 5.1.

Greek Monolingual

καταφλεξίπολις, ό, ἡ (Α)
μτφ. (για εταίρα) αυτή που κατακαίει τις πόλεις («καταφλεξίπολιν Σθενελαΐδα, τὴν βαρύμισθον», Ανθ.Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ., του τύπου τερ-ψίμβροτος < θ. καταφλεξ- (πρβλ. κατα-φλέξ-ω, μέλλ. του καταφλέγω) + -πολις, , (< πόλις), πρβλ. σωσίπολις, ταραξίπολις].

Russian (Dvoretsky)

καταφλεξίπολις: ιος adj. f (ξῐ) поджигательница городов, зажигающая города (любовью) (sc. ἑταίρα Anth.).

German (Pape)

ἡ, die Städteverbrennerin, heißt eine Hetäre, Ep.adesp. 56 (V.2), die die ganze Stadt entflammt.