κατασπασμικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν, of a drug, A curing κατασπασμός, POxy. 1088.68 (i A.D.).
Greek Monolingual
κατασπασμικός, -ή, -όν (Α) κατασπασμός
(για φάρμακα) αυτός που συντελεί στη θεραπεία κατασπασμών.
Full diacritics: κατασπασμικός | Medium diacritics: κατασπασμικός | Low diacritics: κατασπασμικός | Capitals: ΚΑΤΑΣΠΑΣΜΙΚΟΣ |
Transliteration A: kataspasmikós | Transliteration B: kataspasmikos | Transliteration C: kataspasmikos | Beta Code: kataspasmiko/s |
ή, όν, of a drug, A curing κατασπασμός, POxy. 1088.68 (i A.D.).
κατασπασμικός, -ή, -όν (Α) κατασπασμός
(για φάρμακα) αυτός που συντελεί στη θεραπεία κατασπασμών.