κατευτρεπίζω
English (LSJ)
A put in order, Ar.Ec.510, X. Cyr.8.6.16.
German (Pape)
[Seite 1398] zurecht machen, in Ordnung bringen; Ar. Eccl. 510; Xen. Cyr. 8, 6, 8.
Greek (Liddell-Scott)
κατευτρεπίζω: ἐντελῶς διευθετῶ, τακτοποιῶ, βάλλω εἰς τάξιν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 510, Ξεν. Κύρ. 8. 6, 16.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
κατευτρεπίζω (Α)
(επιτ. τ. του ευτρεπίζω) βάζω κάτι σε τάξη, τακτοποιώ, διευθετώ («ταύτας κατευτρέπιζε», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
κατευτρεπίζω: μέλ. -ιῶ, αποκαθιστώ την τάξη, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κατευτρεπίζω: приводить в порядок, выправлять (ταῦτα πάντα Xen.): κ. τινά Arph. помогать кому-л. одеться.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-ευτρεπίζω in orde brengen.