κεραμοπώλης
From LSJ
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
English (LSJ)
ου, ὁ, A seller of pottery, Din.Fr.89.18.
German (Pape)
[Seite 1420] ὁ, Verkäufer von irdenen Waaren, Din. bei Poll. 7, 161.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾰμοπώλης: -ου, πωλητὴς πηλίνων σκευῶν, Δείναρχ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 161.
Greek Monolingual
ο (Α κεραμοπώλης)
ο πωλητής ειδών κεραμικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + -πώλης (< πωλώ)].