κλειδαγωγία
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
English (LSJ)
ἡ, A procession of key-bearers, BCH44.85 (Lagina). -άρχης, ου, ὁ, keeper of the keys, of St. Peter, Porph.Chr.23.
Greek Monolingual
κλειδαγωγία, ἡ (Α)
επιγρ. πομπή, λιτανεία κλειδούχων, κλειδοφόρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλείς, -δός + -αγωγία (< -αγωγῶ < ἀγωγός), πρβλ. λαφυρ-αγωγία, παιδ-αγωγία].