κνηστός
From LSJ
ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
ή, όν, A scraped, rasped, κ. ἄρτος Artem.Eph. ap. Ath.3.111d; but λάχανα κνηστά (v.l. κνιστά) chopped up, Ar.Fr.908 ( = Antiph.79).
German (Pape)
[Seite 1461] adj. verb. zu κνάω, gekratzt, geschabt; ἄρτος Ath. III, 111 d, vgl. XII, 516 d.
Greek (Liddell-Scott)
κνηστός: -ή, -όν, ἐξεσμένος, κν. ἄρτος, εἶδος ἄρτου, Ἀθήν. 111D· κνηστὰ (κατὰ Meineke ἀντὶ κνιστὰ) Ἀντιφάν. ἐν «Δηλίᾳ» 1.
Greek Monolingual
κνηστός, -ή, -όν (Α) κνω
1. ξυσμένος
2. κατακομμένος («λάχανα κνηστά», Αριστοφ.).