κολλοπεύω
From LSJ
ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ → how graceful is man when he is really a man | what a fine thing a human is, when truly human
English (LSJ)
A to be a κόλλοψ 11.2, Pl.Com.186.5.
German (Pape)
[Seite 1473] ein κόλλοψ Bdtg 4 sein, Plat. com. bei Stob. Eclog. phys. 2, 26.
Greek (Liddell-Scott)
κολλοπεύω: εἶμαι κόλλοψ (ΙΙ. 2), Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 3.
Greek Monolingual
κολλοπεύω (Α)
είμαι κόλλοψ, κίναιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλοψ, -οπος «κίναιδος»].